- ἀμελείας
- ἀμελείᾱς , ἀμέλειαnever mindfem acc plἀμελείᾱς , ἀμέλειαnever mindfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неприлежаниѥ — НЕПРИЛЕЖАНИ|Ѥ (5*), ˫А с. Нерадение, отсутствие старательности: лесть токмо и небьрѣженье и неприлежанье повиньна творить (ἀμέλειαν) КР 1284, 297а; ибо изначала падшемѹсѧ свѣдаѥмъ вси ˫ако несвѣдани˫а ради падъша, по многыхъ же трѹдѣ(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неродьство — НЕРОДЬСТВ|О 1 (4*), А с. Нерождение, нерожденностъ (о БогеОтце): ни о҃цю иступльшю неродьства. имьже роди. ни с҃ну родьства имьже ѿ нероднаго. (τῆς ἀγεννησίας) ГБ XIV, 19г; своиство бо непоступно. како ли своиство пребываѥ(т) поступа˫а и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
αμέλημα — ἀμέλημα, το (Α) [ἀμελῶ] κάτι που έγινε από αμέλεια, αποτέλεσμα αμελείας … Dictionary of Greek
ευπόλεμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας από το Άργος. Όταν το 420 π.Χ. περίπου, καταστράφηκε από πυρκαγιά το Ηραίον του Άργους εξαιτίας αμέλειας της ιέρειας Χρυσηίδας, ο Ε. οικοδόμησε κοντά στα ερείπιά του ναό δωρικού ρυθμού, με γλυπτές μετόπες και… … Dictionary of Greek
κακοδικία — Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον… … Dictionary of Greek
λιπογραφία — η η εξ αμελείας ή απροσεξίας παράλειψη γράμματος ή συλλαβής κατά την γραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipography (< λιπ(ο) * + γραφή)] … Dictionary of Greek
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
υπαιτιότητα — η, Ν 1. το να είναι κανείς υπαίτιος, υπεύθυνος για κάτι, φταίξιμο 2. (νομ.) η αιτιακή σύνδεση τής βούλησης ορισμένου προσώπου με αντίθετη προς τον νόμο μεταβολή τής πραγματικότητας, η οποία συγκεκριμενοποιείται με την απόδοση αμέλειας ή δόλου στο … Dictionary of Greek
φαρμακεία — (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή… … Dictionary of Greek